αεροστάθμη

αεροστάθμη
Όργανο που κατά κανόνα χρησιμοποιείται για να ελέγχεται αν ένα επίπεδο είναι οριζόντιο. Βασίζεται στο γεγονός ότι μια φυσαλίδα αέρα που εμπεριέχεται σε υγρό μέσα σε ένα κλειστό δοχείο, τείνει να τοποθετηθεί στο σημείο του δοχείου που βρίσκεται ψηλότερα. Αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα ελαφρώς λυγισμένο, με το κυρτό προς τα πάνω, που περιέχει ένα πολύ ευκίνητο υγρό (κατά κανόνα αιθέρα) στο οποίο αφήνεται μια φυσαλίδα αέρα. O σωλήνας περικλείεται σε ένα κάλυμμα με άνοιγμα στο κεντρικό πάνω μέρος για να γίνεται ορατή η φυσαλίδα. Στο σημείο αυτό, στο γυαλί, έχει χαραχθεί μια κλίμακα με το μηδέν στη μέση. Ελέγχουμε την οριζοντιότητα ενός επιπέδου τοποθετώντας την α. κατά δύο διευθύνσεις σε ορθή γωνία. Η α. χρησιμοποιείται και για τη μέτρηση της γωνίας που ένα επίπεδο (ακριβέστερα, μια ευθεία) σχηματίζει με την οριζόντια. Για τον σκοπό αυτό στη μια πλευρά της βάσης της α. υπάρχει ένας μικρομετρικός κοχλίας, που επιτρέπει την ανύψωση του στηρίγματος. Από την ανάγνωση της μετατόπισης είναι δυνατό να προσδιοριστεί η γωνία η οποία ζητείται. Η α. είναι απλούστατη και εφαρμόζεται σε πολλές συσκευές αστρονομικών παρατηρήσεων, σε όργανα μέτρησης και σε πυροβόλα για την τοποθέτηση του όπλου στη σωστή γωνία βολής. Επίσης, στους ζυγούς χρησιμοποιείται ένας τύπος α. από γυάλινο ημισφαίριο, όπου περιέχεται ένα υγρό με μια φυσαλίδα αέρα.
* * *
η τεχνολ. (κν. αλφάδι)
όργανο με το οποίο ελέγχουμε την οριζοντίωση μιας επιφάνειας. Η αεροστάθμη αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, ελαφρά και συμμετρικά κεκαμμένο, ή από γυάλινη κάψα, που είναι εν μέρει γεμάτη με ένα ευκίνητο υγρό (οινόπνευμα ή αιθέρα). Ο υπόλοιπος χώρος καταλαμβάνεται από φυσαλλίδα αέρα ή άλλου ρευστού, που δεν αναμιγνύεται με το πρώτο (π.χ. θειικός αιθέρας). Το όργανο καλύπτεται από μεταλλική ή ξύλινη θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + στάθμη
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. spirit level].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αεροστάθμη — η όργανο με το οποίο ελέγχεται η οριζοντιότητα ενός επιπέδου, αλφάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροσταθμώ — ( έω) προσδιορίζω την κλίση ενός επιπέδου με αεροστάθμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεροστάθμη. ΠΑΡ. αεροστάθμηση] …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροστάθμηση — η [αεροσταθμώ] μέτρηση τής κλίσεως ενός επιπέδου ή μιας γραμμής με την αεροστάθμη …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • χωροβατικός — ή, ό, Ν [χωροβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροβάτη («χωροβατική μέτρηση») 2. το θηλ. ως ουσ. η χωροβατική (τοπογρ.) αεροστάθμη που είναι συνδεδεμένη με τη σκοπευτική διάταξη τού χωροβάτη και η οποία χρησιμεύει για την οριζοντίωσή… …   Dictionary of Greek

  • εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”